πατρονόμος

πατρονόμος
ὁ, Α
1. μέλος τού συμβουλίου που ιδρύθηκε στη Σπάρτη από τον Κλεομένη Γ' σε αντικατάσταση τής αρχής τών εφόρων και τών γερουσιαστών και το οποίο ασκούσε πατρική κατά κάποιον τρόπο εξουσία και εξακολούθησε να υπάρχει πιθανώς και μετά την αποκατάσταση τών εφόρων και τών γερουσιαστών, με πρώτο τον επώνυμο τού έτους
2. (γενικά) αυτός που διοικεί σαν πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -νόμος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πατρονόμους — πατρόνομος member of the council masc acc pl πατρονόμος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρονόμων — πατρόνομος member of the council masc gen pl πατρονόμος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρονόμοι — πατρονόμος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • πατρονομία — ἡ, Α [πατρονόμος] 1. η πατρική εξουσία ή διακυβέρνηση 2. το αξίωμα, η υπηρεσία τού πατρονόμου …   Dictionary of Greek

  • πατρονομικός — ή, όν, Α [πατρονόμος] 1. αυτός που ανήκει στην πατρική διοίκηση, στην πατρική διακυβέρνηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πατρονομική (ενν. ἀρχή ή τροφή) η πατρική διοίκηση ή ανατροφή …   Dictionary of Greek

  • πατρονομώ — έω, Α [πατρονόμος] 1. (στην αρχ. Σπάρτη) κατέχω το αξίωμα τού πατρονόμου 2. παθ. πατρονομοῡμαι, έομαι βρίσκομαι κάτω από πατρική διοίκηση …   Dictionary of Greek

  • συμπατρονόμος — ὁ, Α [πατρονόμος] (στην αρχαία Σπάρτη) μέλος τού συμβουλίου τών πατρονόμων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”