πατρονόμους — πατρόνομος member of the council masc acc pl πατρονόμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρονόμων — πατρόνομος member of the council masc gen pl πατρονόμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρονόμοι — πατρονόμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
πατρονομία — ἡ, Α [πατρονόμος] 1. η πατρική εξουσία ή διακυβέρνηση 2. το αξίωμα, η υπηρεσία τού πατρονόμου … Dictionary of Greek
πατρονομικός — ή, όν, Α [πατρονόμος] 1. αυτός που ανήκει στην πατρική διοίκηση, στην πατρική διακυβέρνηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πατρονομική (ενν. ἀρχή ή τροφή) η πατρική διοίκηση ή ανατροφή … Dictionary of Greek
πατρονομώ — έω, Α [πατρονόμος] 1. (στην αρχ. Σπάρτη) κατέχω το αξίωμα τού πατρονόμου 2. παθ. πατρονομοῡμαι, έομαι βρίσκομαι κάτω από πατρική διοίκηση … Dictionary of Greek
συμπατρονόμος — ὁ, Α [πατρονόμος] (στην αρχαία Σπάρτη) μέλος τού συμβουλίου τών πατρονόμων … Dictionary of Greek